- κολυμπώ
- nager
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κολυμπώ — και κολυμπάω κολύμπησα 1. επιπλέω στην επιφάνεια του νερού και κινούμαι όπου θέλω: Ήρθε εδώ κολυμπώντας. 2. είμαι βυθισμένος σε κάποιο υγρό: Κολυμπά στον ιδρώτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek
κολυμπώ — κολυμπάω / κολυμπώ, κολύμπησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νήχομαι — (Α νήχομαι και σπαν. το ενεργ. νήχω και δωρ. τ. νάχω) κολυμπώ, πλέω στο νερό αρχ. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νηχόμενα τα ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήχω εμφανίζει ενεστ. επίθημα χω (πρβλ. ψήχω, τρύχω, σμήχω), που δηλώνει εμφατικά το τέλος τής… … Dictionary of Greek
επινήχομαι — ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι) 1. κολυμπώ στην επιφάνεια 2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια 3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῑς») αρχ. 1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.) 2.… … Dictionary of Greek
παρανήχομαι — ΜΑ περνώ από έναν τόπο κολυμπώντας αρχ. 1. κολυμπώ κοντά στην ακτή 2. κολυμπώ κοντά ή δίπλα σε κάποιον («τοὺς ἵππους παρὰ τὰ πλοῑα παρανηχομένους», Πλούτ.) 3. μτφ. διέρχομαι, περνώ («ἐπεὶ παρενήξατο τὸ πλεῡν ἥβης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
υπονήχομαι — Α (αποθ.) 1. κολυμπώ κάτω από το νερό, ὑπονέω* 2. (γενικά) κολυμπώ κάτω από μια επιφάνεια («χελώνη ὑπενήχετο ταῑς πέτραις», Παυσ.) 3. πλέω πίσω ή δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] … Dictionary of Greek
ανανήχομαι — ἀνανήχομαι (Α) 1. επιπλέω, κολυμπώ, ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού 2. ανακτώ την υγεία μου, αναρρώνω, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] … Dictionary of Greek
δακρυπλώω — (Α) (για μεθυσμένους) πλέω, κολυμπώ στα δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + πλώω «κολυμπώ, πλέω»] … Dictionary of Greek
επινέω — (I) ἐπινέω (Α) 1. γνέθω 2. (για τις Μοίρες) προκαθορίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέω (I) «γνέθω»]. (II) ἐπινέω (Α) 1. συσσωρεύω, συγκεντρώνω 2. επισωρεύω, φορτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέω (II) «συσσωρεύω»]. (III) ἐπινέω (Α) επιπλέω, κολυμπώ. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κατανήχομαι — (Α) κολυμπώ κατά τη διεύθυνση τού ρεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νήχομαι «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek